- σταχυοειδής
- στᾰχῠο-ειδής, ές,A spiked like an ear of wheat, Dsc.4.15.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σταχυοειδής — ές, Α αυτός που μοιάζει με στάχυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, υος + ειδής*] … Dictionary of Greek
σταχυοειδῆ — σταχυοειδής spiked like an ear of wheat neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σταχυοειδής spiked like an ear of wheat masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σταχυοειδής spiked like an ear of wheat masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταχυόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α σταχυοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, υος + θρίξ, τριχός] … Dictionary of Greek
Σύνθετα ή Κομπόζιτα — Μεγάλη οικογένεια φυτών της τάξης των καμπανουλιδών (δικοτυλήδονα), η οποία περιλαμβάνει κυρίως πόες, που χαρακτηρίζονται από ταξιανθίες κεφάλια. Κάθε κεφάλι αποτελείται από πλήθος ανθίδια, ενωμένα πάνω σε μια δισκοειδή, θολωτή ή κωνική ανθοδόχη … Dictionary of Greek